🇬🇷 el en 🇬🇧

ως επί το πλείστον

  • (για συχνότητα) τις περισσότερες φορές, συχνότατα
most of the time, mostly
  • (για ποσότητα) στο μεγαλύτερο μέρος, ποσοστό ή βαθμό
for the most part
Wiktionary Links